Οπτικοποιήσεις & Καλλιγραφήματα
Κειμένων Κυπριακής Λογοτεχνίας
1) Πρόσφυγας στον τόπο μου- Ρήνα Κατσελλή
15.7.1974 (10.20΄ π.μ.):
Ναι, στο πατρικό σπίτι όπως τις χρονιάρες μέρες του 1963*. Και τώρα όχι για φασαρίες με αλλόφυλους, παρά για φασαρίες μεταξύ μας. Η Εθνική Φρουρά, λέει η ανακοίνωση ανάμεσα στα εμβατήρια που μεταδίδει ο ραδιοσταθμός, πήρε την εξουσία, για να εμποδίσει «εμφύλιο σπαραγμό» και προσθέτει πως ο Μακάριος είναι νεκρός. Ακούω τα εμβατήρια περιμένοντας την επόμενη ανακοίνωση και γράφω ψύχραιμα. «Ποιος πάει για το καλύτερο κανείς δεν ξέρει»*. Μικρά πιόνια για να κερδηθεί το παιχνίδι της Παγκόσμιας Ανοησίας. Πόσες μάνες θα κλάψουν! Τι θ’ απογίνουμε; Δεν ξέρω. Κείνο που έχει σημασία είναι να μη χάσουμε την αξιοπρέπειά μας. Μέσα στη μικρότητα να κρατήσουμε την ταυτότητά μας: Έλληνες
Κύπριοι με αξιοπρέπεια 40 αιώνων. Δεν λέω τίποτε άλλο. Η καρδιά μου είναι σφιγμένη κόμπο. […]
2.45΄ μ.μ.:
Βγήκα στη στέγη του σπιτιού. Καλοκαιριάτικο λιοπύρι, κάψα, τζιτζίκια. Κάτω στο βάθος η ελληνική σημαία κυματίζει στο φρούριο της Κερύνειας και γύρω από αυτήν στρατιώτες οπλισμένοι, έτοιμοι με το πρώτο πρόσταγμα να σκοτώσουν, αδελφούς Έλληνες… Ήδη κοντέψαν να ανοίξουν πυρ στα γυναικόπαιδα, που πήγαν να κάμουν συλλαλητήριο… «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων…»* Τι βγήκε από τα κόκκαλα των Ελλήνων; Εμφύλιος σπαραγμός, διχτατορία. Πριν από καιρό βγήκε και Λευτεριά. Πριν από καιρό!... Λίγη λογική αν έβγαινε. Λογική κι αδελφική αγάπη… […]
[20.07.1974]
[…] Πήγαμε περπατητοί στο ξενοδοχείο, αφήνοντας μισογεμάτα τα φλιτζάνια του τσαγιού. Από πάνω μας βούιζαν πενηνταριές αεροπλάνα, από το φρούριο ακούονταν οι πρώτες ριπές των αντιαεροπορικών. Τρυπώσαμε αμέσως στα υπόγεια του μεγάλου ξενοδοχείου, που ήταν ήδη γεμάτα από τους ξένους τουρίστες και τους υπαλλήλους που έμεναν εκεί. Σαν πέρασε η πρώτη εντύπωση, βγήκαμε πάνω και δώσαμε ένα γύρο στο ξενοδοχείο. Οι πρώτες ρουκέτες από τα αεροπλάνα έπεσαν ακριβώς στη βορινή ταράτσα του, σπάζοντας τρία τεράστια τζάμια του σαλονιού και του μπαρ. Σαν είδαν όμως πως η αντίσταση ήρθε από το φρούριο, στράφηκαν κατά κει κι όπως φαινόταν το σφυροκοπούσαν άγρια. Κοιτώντας προς τη θάλασσα, είδαμε και τούρκικα πολεμικά πλοία. Τόσο κοντά μας! Η τούρκικη εισβολή, που από τα Χριστούγεννα του 1963 κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, ήταν πια γεγονός. Καθυστέρησε 11 χρόνια, μα
ήρθε με όλη της την αγριότητα. […]
Ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο D O M E 21.7.1974:
Αυγή. Μόλις που διακρίνω και γράφω. Γύρω πόλεμος, πόλεμος και κανένας δεν ενδιαφέρεται να τον σταματήσει. […]
Χριστούγεννα 1974:
Τα πρώτα Χριστούγεννα της προσφυγιάς μας. Εύχουμαι να μη ζήσουμε και δεύτερα τέτοια. Εμείς τα περάσαμε χωρίς να πεινάσουμε και να κρυώσουμε. Όμως οι άλλοι; Σήμερα μου ’λειψε πάρα πολύ η Κερύνεια, αν και πάνω από το πατροπαράδοτο πιάτο με τη σούπα αυγολέμονο είπα «Δόξα Σοι ο Θεός», πριν αρχίσουμε το μεσημεριανό. Να γράψω για το θείο βρέφος, για το θαύμα της αγάπης, για την επί γης ειρήνη; Ο καθένας πρέπει να βρει –να παλέψει για να βρει– την αγάπη και την ειρήνη. Σήμερα η δική μου ψυχή δεν γονάτισε μπροστά στο θείο βρέφος. Όχι από ολιγοπιστία, μα γιατί εδώ
και πολλούς μήνες είναι διαρκώς γονατισμένη. […]
30.12.1974:
Προτελευταία μέρα του χρόνου. Συνήθως αυτό τον καιρό έκανα απολογισμό της χρονιάς. Φέτος τι πρέπει να κάνω άραγε; Να μετρήσω τον πόνο μου; Δεν μετριέται ο πόνος αυτού που του τα πήραν όλα. Να κάνω σχέδια για το μέλλον; Έκανα τόσα στις προηγούμενες χρονιές. Πολλά τα είδα να πραγματοποιούνται ύστερα από κόπους και μόχθους. Μελέτες, σκίτσα, πίνακες, νοικοκυριά του σπιτιού, κεντήματα. Όλα χαμένα. Το μόνο που απομένει είναι η ελπίδα του γυρισμού στον τόπο μας, στα λεηλατημένα σπιτικά μας, για ν’αρχίσουμε από την αρχή. Αυτό δεν είναι, βέβαια, στο χέρι μου, όμως θα διατηρήσω την ελπίδα, ας είναι και στραπατσαρισμένη. Κάθουμαι στη βαριά σκιά αυτού του πόνου και χαιρετώ τον χρόνο που φεύγει. Κάθουμαι στη βαριά σκιά του και χαιρετώ τον καινούργιο χρόνο που με βρίσκει στην προσφυγιά. Μέσα μου ό,τι ήταν ακλόνητο έχει μείνει. Ό,τι ήμουν εξακολουθώ να είμαι. Κι ό,τι αγαπώ «γεννιέται αδιάκοπα» κι ό,τι αγαπώ «βρίσκεται στην αρχή του πάντα».* Κι είναι τόσο ωραίο να βγαίνεις γυμνός από το καμίνι της άδικης συμφοράς και να βλέπεις πως καμιά φλόγα δεν σου τσουρούφλησε την ψυχή, πως δεν μπόρεσαν να σου κάψουν
αυτά που κουβαλούσες μέσα σου, γιατί αυτά είναι πιο δυνατά από
όλες τις δυνάμεις του κακού. […]
31.12.1974:
Παραμονή για ένα καινούργιο χρόνο, σ’ ένα τόπο που δεν είναι ο «δικός μου», σ’ ένα σπίτι που δεν μου ανήκει, προσπαθώντας να πνίξω την κραυγή που βγαίνει από τις μετέωρες ρίζες μου, καθώς ζητούν να ξαναγυρίσουν στα χώματα, που τις είχαν βάλει οι πρόγονοί μου, εδώ και 40 αιώνες. Περιμένω τον καινούργιο χρόνο χωρίς καμιάν ευχή για ευτυχία. Τον περιμένω με μια ταπεινή παράκληση: να έχει για μας λιγότερο πόνο και λιγότερη αδικία από τον τωρινό. Αυτό μονάχα.